θυρόφυλλο — το το καθένα από τα δύο μέρη μιας πόρτας, πορτόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
εκτομάς — ἐκτομάς, η (Α) 1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη 2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek
πορτόφυλλο — το, Ν το φύλλο τής πόρτας, το θυρόφυλλο … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
κούφωμα — το, ατος 1. κουφάλα, κοίλωμα. 2. το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο. 3. ξύλινο θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο με το πλαίσιό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορτόφυλλο — το το φύλλο της πόρτας, θυρόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)